εγκλωβίζω

εγκλωβίζω
1. περιορίζω μέσα σε κλουβί
2. αποκλείω σε στενό χώρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εγκλωβίζω — εγκλωβίζω, εγκλώβισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εγκλωβίζω — εγκλώβισα, εγκλωβίστηκα, εγκλωβισμένος 1. κλείνω σε κλουβί, γενικά περιορίζω κάποιον ή κάτι μέσα σε πολύ περιορισμένο χώρο: Εγκλωβίστηκε στο στενό δρομάκι από τους αστυνομικούς και πιάστηκε. 2. (στρατ.), με φράγμα πυρός πυροβολικού ή πολυβόλων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”